- νυκτοβάτης
- ο , νυκτοβάτις (-ιδος) η лунат|ик, -ичка, сомнамбула
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νυκτοβάτης — ο, θηλ. ις και ισσα (Α νυκτοβάτης και νυκτιβάτης και δωρ. τ. νυκτιβάτας) αυτός που σηκώνεται και περπατά τη νύχτα, ενώ είναι κοιμισμένος, ο υπνοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο βάτης. Ο τ. νυκτιβάτης < νυκτι… … Dictionary of Greek
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
νυκτιβάτης — νυκτιβάτης, ὁ (Α) βλ. νυκτοβάτης … Dictionary of Greek
νυκτοβασία — η [νυκτοβάτης] 1. η υπνοβασία 2. η ιδιότητα και η κατάσταση τού νυκτοβάτη, τού υπνοβάτη … Dictionary of Greek
νυκτοβατία — νυκτοβατία, ἡ (Α) [νυκτοβάτης] νυκτοβασία … Dictionary of Greek
νυκτοβατώ — έω [νυκτοβάτης] σηκώνομαι και περπατώ τη νύχτα, ενώ συγχρόνως κοιμάμαι, είμαι υπνοβάτης, υπνοβατώ … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek